LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brimming
/bɹˈɪmɪŋ/
/ˈbɹɪmɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "brimming"
brimming
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
filled to capacity
word family
brim
brim
Verb
brimming
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
brimless
brimfull
brimful
brim over
brim
brimstone
brinded
brindisi
brindle
brindled
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App