Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
brimming
01
ξεχειλίζων, γεμάτος μέχρι τα όρια
filled to the top, often with an abundance of something
Παραδείγματα
The conversation was brimming with laughter and joy.
Η συζήτηση ήταν γεμάτη από γέλιο και χαρά.
The streets were brimming with people during the parade.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από ανθρώπους κατά τη διάρκεια της παρέλασης.
Λεξικό Δέντρο
brimming
brim



























