Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to laden
01
αφαιρώ με ή σαν με κουτάλα, βγάζω με ή σαν με κουτάλα
remove with or as if with a ladle
02
φορτώνω, γεμίζω
fill or place a load on
laden
Παραδείγματα
The room was laden with the scent of fresh paint.
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με τη μυρωδιά της φρέσκιας μπογιάς.
The forest floor was laden with fallen leaves.
Το δάπεδο του δάσους ήταν φορτωμένο με πεσμένα φύλλα.
02
φορτωμένος, καταπονημένος
burdened psychologically or mentally
Λεξικό Δέντρο
ladened
laden



























