Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flooded
01
πλημμυρισμένος, καλυμμένος με νερό
covered with water
02
πλημμυρισμένος, γεμάτος
filled to excess, often with something undesirable or overwhelming
Παραδείγματα
The streets were flooded with protesters after the announcement.
Οι δρόμοι πλημμύρισαν με διαδηλωτές μετά την ανακοίνωση.
The internet was flooded with conspiracy theories during the crisis.
Το διαδίκτυο πλημμύρισε με θεωρίες συνωμοσίας κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Λεξικό Δέντρο
flooded
flood



























