Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unbounded
01
απεριόριστος, χωρίς όρια
having no limits or boundaries
Παραδείγματα
Her creativity seemed unbounded, always coming up with new and innovative ideas.
Η δημιουργικότητά της φαινόταν απεριόριστη, πάντα με νέες και καινοτόμες ιδέες.
The excitement in the crowd was unbounded as the concert began.
Ο ενθουσιασμός του πλήθους ήταν απεριόριστος όταν ξεκίνησε η συναυλία.
Λεξικό Δέντρο
unbounded
bounded
bound



























