Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unborn
01
αγέννητος, που δεν έχει γεννηθεί ακόμα
not yet having been born or brought to life, typically referring to a developing fetus during pregnancy
Παραδείγματα
The ultrasound revealed the features of the unborn baby.
Ο υπέρηχος αποκάλυψε τα χαρακτηριστικά του αγέννητου μωρού.
Prenatal care is essential for the health of the unborn baby.
Η προγεννητική φροντίδα είναι απαραίτητη για την υγεία του αγέννητου μωρού.
Λεξικό Δέντρο
unborn
born



























