Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unbreakable
01
άθραυστο, ακαταστρέπτο
impossible or difficult to destroy or damage
Παραδείγματα
The unbreakable glassware was designed to withstand high temperatures and impacts.
Τα άθραυστα γυάλινα σκεύη σχεδιάστηκαν να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες και κρούσεις.
She relied on her unbreakable willpower to overcome every obstacle in her path.
Βασίστηκε στην αδιάσπαστη θέλησή της για να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο στο δρόμο της.
Λεξικό Δέντρο
unbreakable
breakable
break



























