Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to unbuckle
01
ξεκολλώ, ανοίγω
to open or release a buckle or fastening from a belt, shoe, or other item of clothing
Λεξικό Δέντρο
unbuckle
buckle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ξεκολλώ, ανοίγω
Λεξικό Δέντρο