Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unbuttoned
01
ξεκομμένο, μη κουμπωμένο
not fastened with buttons
Παραδείγματα
He wore an unbuttoned jacket over his sweater.
Φορούσε ένα ξεκόλλητο σακάκι πάνω από το πουλόβερ του.
The shirt was left unbuttoned, giving a casual look.
Το πουκάμισο άφησε ξεκόκκινο, δίνοντας μια χαλαρή εμφάνιση.
02
χαλαρός, ανεπίσημος
relaxed and informal
Παραδείγματα
His unbuttoned attitude made the conversation feel natural.
Η χαλαρή του στάση έκανε τη συζήτηση να φαίνεται φυσική.
The musicians performed in an unbuttoned style, engaging the audience.
Οι μουσικοί έπαιξαν με ένα χαλαρό και ανεπίσημο στυλ, ελκύοντας το κοινό.



























