Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unblemished
01
άψογος, αψεγάδιαστος
free from any marks, flaws, or imperfections
Παραδείγματα
Her unblemished complexion was the envy of her friends.
Η άψογη επιδερμίδα της ήταν το αντικείμενο του φθόνου των φίλων της.
The painting 's canvas remained unblemished, without any scratches or tears.
Ο καμβάς του πίνακα παρέμεινε άψογος, χωρίς καμία γρατζουνιά ή σχισμή.
Λεξικό Δέντρο
unblemished
blemished
blemish



























