Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unbending
01
άκαμπτος, αμετάπειστος
having very strict beliefs and attitudes that are not going to change
Λεξικό Δέντρο
unbending
unbend
bend
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άκαμπτος, αμετάπειστος
Λεξικό Δέντρο