Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unbelievable
01
απίστευτος, αβάσιμος
difficult to be believed
Παραδείγματα
Her excuse for missing the meeting sounded unbelievable and far-fetched.
Η δικαιολογία της για την απουσία της από τη συνάντηση ακουγόταν απίστευτη και παρατραβηγμένη.
The idea of traveling to Mars once seemed unbelievable, but now it ’s becoming a reality.
Η ιδέα του ταξιδιού στον Άρη φαινόταν κάποτε απίστευτη, αλλά τώρα γίνεται πραγματικότητα.
02
απίστευτος, ασύλληπτος
so extreme or unexpected that it's hard to accept as true
Παραδείγματα
The unbelievable price of the item was both insane and outrageous.
Η απίστευτη τιμή του αντικειμένου ήταν τόσο τρελή όσο και εξωφρενική.
His unbelievable claim about seeing aliens sounded insane and outrageous.
Ο απίστευτος ισχυρισμός του ότι είδε εξωγήινους ακουγόταν τρελός και σοκαριστικός.
Λεξικό Δέντρο
unbelievable
believable
believe



























