Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
implausible
01
απίθανος, δεν πιστεύεται
not seeming believable or reasonable enough to be considered true
Παραδείγματα
The idea of time travel is considered implausible by many scientists.
Η ιδέα του ταξιδιού στο χρόνο θεωρείται απίθανη από πολλούς επιστήμονες.
His excuse for not completing the assignment on time was implausible; it lacked credibility.
Η δικαιολογία του για την μη ολοκλήρωση της εργασίας εγκαίρως ήταν απίθανη; έλειπε η αξιοπιστία.
Λεξικό Δέντρο
implausible
plausible
plaus



























