Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
implacable
01
αμείλικτος, ανένδοτος
relentless in anger, pursuit, or resistance
Παραδείγματα
The implacable enemy refused all offers of peace.
Ο αμείλικτος εχθρός απέρριψε όλες τις προσφορές ειρήνης.
Her implacable grief lasted for years after the loss.
Η αμείλικτη θλίψη της διήρκεσε για χρόνια μετά την απώλεια.
Λεξικό Δέντρο
implacable
placable



























