Implacable
volume
British pronunciation/ɪmplˈækəbə‍l/
American pronunciation/ˌɪmˈpɫækəbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "implacable"

implacable
01

not changing one's mind in any circumstances

implacable

adj

placable

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store