Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impetuous
01
παρορμητικός, απερίσκεπτος
done swiftly and without careful thought, driven by sudden and strong emotions or impulses
Παραδείγματα
His impetuous decision to move to a new city without a job lined up worried his friends and family.
Η απερίσκεπτη απόφασή του να μετακομίσει σε μια νέα πόλη χωρίς δουλειά ανησύχησε τους φίλους και την οικογένειά του.
She made an impetuous purchase of a luxury car, which she later regretted due to its high maintenance costs.
Έκανε μια απερίσκεπτη αγορά μιας πολυτελούς αυτοκινήτου, την οποία μετά μετάνιωσε λόγω των υψηλών κόστων συντήρησης.
02
ορμητικός, βίαιος
moving with intense force
Παραδείγματα
The impetuous waves crashed against the rocky shoreline, sending sprays of water into the air.
Τα ορμητικά κύματα χτύπησαν στην βραχώδη ακτή, ρίχνοντας ψιχάλες νερού στον αέρα.
The river became impetuous after the heavy rains, sweeping away everything in its path.
Το ποτάμι έγινε ορμητικό μετά τις βροχοπτώσεις, παρασύροντας όλα στο πέρασμά του.
Λεξικό Δέντρο
impetuously
impetuousness
impetuous
impetu



























