impetuosity
im
ɪm
ιμ
pe
ˌpɛ
πε
tuo
ˈtju:ɑ:
τγουα
si
σι
ty
ti
τι
British pronunciation
/ɪmpˌɛtjuːˈɒsɪti/

Ορισμός και σημασία του "impetuosity"στα αγγλικά

01

ορμητικότητα, απερισκεψία

the quality of acting quickly and without thinking carefully
example
Παραδείγματα
His impetuosity led him to sign the contract without reading it.
Η απερισκεψία του τον οδήγησε να υπογράψει το συμβόλαιο χωρίς να το διαβάσει.
She regretted her impetuosity after storming out of the meeting.
Λυπήθηκε για την απερισκεψία της αφού έφυγε από τη συνάντηση θυμωμένη.

Λεξικό Δέντρο

impetuosity
impetu
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store