Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Impetuosity
01
ορμητικότητα, απερισκεψία
the quality of acting quickly and without thinking carefully
Παραδείγματα
His impetuosity led him to sign the contract without reading it.
Η απερισκεψία του τον οδήγησε να υπογράψει το συμβόλαιο χωρίς να το διαβάσει.
She regretted her impetuosity after storming out of the meeting.
Λυπήθηκε για την απερισκεψία της αφού έφυγε από τη συνάντηση θυμωμένη.
Λεξικό Δέντρο
impetuosity
impetu



























