Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unbearably
01
αφόρητα, ανυπόφορα
in a manner that is very hard or impossible to tolerate
Παραδείγματα
The heat in the room became unbearably oppressive.
Η ζέστη στο δωμάτιο έγινε αφόρητα καταπιεστική.
The loss of a loved one felt unbearably painful.
Η απώλεια ενός αγαπημένου ατόμου ένιωθε αφόρητα επώδυνη.
Λεξικό Δέντρο
unbearably
unbearable
bearable
bear



























