Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unaware
01
αγνοών, ασυνείδητος
lacking knowledge or realization of a fact or situation
Παραδείγματα
She remained unaware of the danger lurking nearby.
Παραμένει αγνοώντας τον κίνδυνο που κρύβεται κοντά.
He was unaware of the changes to the schedule until he arrived at the meeting.
Δεν γνώριζε για τις αλλαγές στο πρόγραμμα μέχρι που έφτασε στη συνάντηση.
Λεξικό Δέντρο
unaware
aware



























