Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unavoidably
01
αναπόφευκτα, απαραίτητα
in a way that cannot be prevented or escaped
Παραδείγματα
In some situations, conflicts unavoidably arise between different perspectives.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συγκρούσεις προκύπτουν αναπόφευκτα μεταξύ διαφορετικών προοπτικών.
The train was unavoidably delayed due to technical issues, inconveniencing the passengers.
Το τρένο αναπόφευκτα καθυστέρησε λόγω τεχνικών προβλημάτων, προκαλώντας ταλαιπωρία στους επιβάτες.
Λεξικό Δέντρο
unavoidably
unavoidable
avoidable
avoid



























