Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unavailable
01
μη διαθέσιμος, απρόσιτος
not able to be obtained, reached, or used, typically because it is not ready, not present, or being used by someone else
Παραδείγματα
The product is currently unavailable due to high demand.
Το προϊόν είναι προς το παρόν μη διαθέσιμο λόγω υψηλής ζήτησης.
She tried to call her friend, but he was unavailable at the moment.
Προσπάθησε να καλέσει τη φίλη της, αλλά ήταν μη διαθέσιμη εκείνη τη στιγμή.
Λεξικό Δέντρο
unavailable
available
avail



























