Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unauthorized
01
μη εξουσιοδοτημένος, χωρίς άδεια
not endowed with authority
02
μη εξουσιοδοτημένος, παράνομος
not officially permitted or approved by a recognized authority
Παραδείγματα
Accessing the confidential files without permission is considered unauthorized.
Η πρόσβαση σε εμπιστευτικά αρχεία χωρίς άδεια θεωρείται μη εξουσιοδοτημένη.
The transaction was declined because it was made with an unauthorized credit card.
Η συναλλαγή απορρίφθηκε επειδή πραγματοποιήθηκε με μια μη εξουσιοδοτημένη πιστωτική κάρτα.
Λεξικό Δέντρο
unauthorized
authorized
authorize
authority



























