Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unbalanced
01
ανισόρροπος, ασταθής
emotional or psychological instability, including disruptions in mood, thought processes, or behavior
Παραδείγματα
Bipolar disorder involves unbalanced mood swings.
Η διπολική διαταραχή περιλαμβάνει ανισορροπημένες διακυμάνσεις της διάθεσης.
Anxiety disorders result in heightened, unbalanced responses to stress.
Οι διαταραχές άγχους προκαλούν ενισχυμένες και ανισορροπημένες αντιδράσεις στο στρες.
02
ανισόρροπος, ασταθής
being or thrown out of equilibrium
03
ανισόρροπος, μη ισορροπημένος
debits and credits are not equal
Λεξικό Δέντρο
unbalanced
balanced
balance



























