Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uninformed
01
απληροφόρητος, αγνοών
lacking knowledge or information about a particular subject or situation
Παραδείγματα
The uninformed voter struggled to make a decision on election day.
Ο απληροφόρητος ψηφοφόρος δυσκολεύτηκε να πάρει μια απόφαση την ημέρα των εκλογών.
Many uninformed consumers fall prey to misleading advertisements.
Πολλοί απληροφόρητοι καταναλωτές πέφτουν θύματα παραπλανητικών διαφημίσεων.
Λεξικό Δέντρο
uninformed
informed
formed
form



























