Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unimposing
01
όχι εντυπωσιακό, απαλό
not impressive, significant, or noteworthy in appearance, size, or manner
Λεξικό Δέντρο
unimposing
imposing
impose
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
όχι εντυπωσιακό, απαλό
Λεξικό Δέντρο