Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unimportant
01
ασήμαντος, χωρίς σημασία
having no value or significance
Παραδείγματα
His unkind words were unimportant to her because she knew her worth.
Οι αγενείς του λόγοι ήταν ασήμαντοι γι' αυτήν γιατί γνώριζε την αξία της.
In a crisis, minor disagreements seem unimportant.
Σε μια κρίση, οι μικρές διαφωνίες φαίνονται ασήμαντες.
Λεξικό Δέντρο
unimportant
important



























