Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unimaginable
01
ασύλληπτος, αφάνταστος
extremely difficult or impossible to conceive or visualize
Παραδείγματα
The scale of the universe is so vast that its enormity is unimaginable to the human mind.
Η κλίμακα του σύμπαντος είναι τόσο μεγάλη που η απεραντοσύνη του είναι αδιανόητη για το ανθρώπινο μυαλό.
The impact of the tragedy left an unimaginable void in the hearts of those affected.
Η επίδραση της τραγωδίας άφησε ένα ασύλληπτο κενό στις καρδιές των επηρεασμένων.
Λεξικό Δέντρο
unimaginably
unimaginable
imaginable
imagine



























