Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unifying
01
ενοποιητικός, ενωτικός
bringing together different elements to promote cooperation or harmony
Παραδείγματα
The unifying message of peace brought together people from diverse backgrounds.
Το ενωτικό μήνυμα της ειρήνης έφερε κοντά ανθρώπους από διαφορετικά περιβάλλοντα.
The unifying spirit of teamwork enabled the group to achieve their common goal.
Το ενωτικό πνεύμα της ομαδικής εργασίας επέτρεψε στην ομάδα να επιτύχει τον κοινό στόχο της.
02
ενοποιητικός, ενωτικός
combining into a single unit
Λεξικό Δέντρο
unifying
unify
unite



























