Unimposing
volume
British pronunciation/ˌʌnɪmpˈəʊzɪŋ/
American pronunciation/ˌʌnɪmpˈoʊzɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "unimposing"

unimposing
01

not impressive, significant, or noteworthy in appearance, size, or manner

unimposing

adj

imposing

adj

impose

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store