Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intolerably
01
αφόρητα, ανυπόφορα
to a degree that cannot be endured
Παραδείγματα
The pain grew intolerably sharp by midnight.
Ο πόνος έγινε αφόρητα έντονος μέχρι τα μεσάνυχτα.
It was intolerably humid throughout the afternoon.
Ήταν αφόρητα υγρά όλο το απόγευμα.
Λεξικό Δέντρο
intolerably
tolerably
tolerable
toler



























