Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intimidating
01
εκφοβιστικός, τρομακτικός
causing feelings of fear, unease, or worry in others
Παραδείγματα
The intimidating presence of her new boss made employees hesitant to approach him.
Η εκφοβιστική παρουσία του νέου αφεντικού της έκανε τους υπαλλήλους να διστάζουν να τον πλησιάσουν.
The intimidating glare from the security guard made trespassers think twice before entering the restricted area.
Το εκφοβιστικό βλέμμα του φύλακα ασφαλείας έκανε τους εισβολείς να σκεφτούν δύο φορές πριν εισέλθουν στην απαγορευμένη ζώνη.
Λεξικό Δέντρο
intimidating
intimidate



























