Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
menacing
01
απειλητικός, επικίνδυνος
appearing threatening or dangerous
Παραδείγματα
The menacing growl of the dog made the mailman hesitate before approaching the gate.
Ο απειλητικός γρυλίσματος του σκύλου έκανε τον ταχυδρόμο να διστάσει πριν προσεγγίσει την πύλη.
The menacing silhouette lurking in the alley filled her with dread.
Η απειλητική σιλουέτα που κρυβόταν στο σοκάκι της γέμισε τον τρόμο.
Menacing
01
απειλή, εκφοβισμός
a threatening act or display of hostility intended to intimidate or instill fear
Παραδείγματα
The menacing of witnesses during the trial led to increased security.
Η απειλή των μαρτύρων κατά τη διάρκεια της δίκης οδήγησε σε αυξημένη ασφάλεια.
His repeated menacing of neighbors was reported to the police.
Οι επαναλαμβανόμενες απειλές του στους γείτονες αναφέρθηκαν στην αστυνομία.
Λεξικό Δέντρο
menacingly
menacing
menace



























