retarded
re
ri
ρι
tar
ˈtɑr
ταρ
ded
dəd
νταντ
British pronunciation
/ɹɪtˈɑːdɪd/

Ορισμός και σημασία του "retarded"στα αγγλικά

01

διανοητικά καθυστερημένος, με διανοητική αναπηρία

(of a person) having intellectual disabilities
example
Παραδείγματα
In the 20th century, the term " retarded " was commonly used in medical and educational settings to describe intellectual disabilities.
Στον 20ό αιώνα, ο όρος υπανάπτυκτος χρησιμοποιούνταν συνήθως σε ιατρικά και εκπαιδευτικά πλαίσια για να περιγράψει διανοητικές αναπηρίες.
The retarded child struggled with basic learning tasks.
Το παιδί με νοητική αναπηρία δυσκολευόταν με βασικές μαθησιακές εργασίες.
01

άτομα με νοητική υστέρηση, προσωπικότητες με διανοητική καθυστέρηση

people collectively who are mentally retarded

Λεξικό Δέντρο

retarded
retard
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store