Retarded
volume
British pronunciation/ɹɪtˈɑːdɪd/
American pronunciation/ɹiˈtɑɹdəd/, /ɹiˈtɑɹdɪd/, /ɹɪˈtɑɹdɪd/

Ορισμός και Σημασία του "retarded"

01

(of a person) having intellectual disabilities

01

people collectively who are mentally retarded

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store