Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
retarded
01
διανοητικά καθυστερημένος, με διανοητική αναπηρία
(of a person) having intellectual disabilities
Παραδείγματα
In the 20th century, the term " retarded " was commonly used in medical and educational settings to describe intellectual disabilities.
Στον 20ό αιώνα, ο όρος υπανάπτυκτος χρησιμοποιούνταν συνήθως σε ιατρικά και εκπαιδευτικά πλαίσια για να περιγράψει διανοητικές αναπηρίες.
The retarded child struggled with basic learning tasks.
Το παιδί με νοητική αναπηρία δυσκολευόταν με βασικές μαθησιακές εργασίες.
Retarded
01
άτομα με νοητική υστέρηση, προσωπικότητες με διανοητική καθυστέρηση
people collectively who are mentally retarded
Λεξικό Δέντρο
retarded
retard



























