Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Retaliation
01
αντίποινα, εκδίκηση
the act of taking revenge or responding to an injury or wrongdoing with a similar action
Παραδείγματα
The company faced retaliation after firing the employee.
Η εταιρεία αντιμετώπισε αντεκδίκηση μετά την απόλυση του υπαλλήλου.
His actions were in retaliation for the insults he had received.
Οι ενέργειές του ήταν αντίποινα για τις προσβολές που είχε λάβει.
Λεξικό Δέντρο
retaliation
retaliate
retali



























