Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Retardant
01
επιβραδυντικό, αναστολέας
the thing that slows down or inhibits a process or action
Παραδείγματα
Fire retardants are chemicals used to slow the spread of fires in buildings.
Τα επιβραδυντικά είναι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την επιβράδυνση της εξάπλωσης των πυρκαγιών σε κτίρια.
The medication acts as a growth retardant for certain types of tumors.
Το φάρμακο λειτουργεί ως αναστολέας ανάπτυξης για ορισμένους τύπους όγκων.



























