Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prohibited
01
απαγορευμένος, απαγορεύεται
not allowed or forbidden by law or rule
Παραδείγματα
Smoking is a prohibited activity in public places.
Το κάπνισμα είναι μια απαγορευμένη δραστηριότητα σε δημόσιους χώρους.
He was caught with prohibited items at the airport.
Πιάστηκε με απαγορευμένα αντικείμενα στο αεροδρόμιο.
1.1
απαγορευμένος, απαγόρευτος
prevented from engaging in a particular action or activity
Παραδείγματα
He was prohibited from speaking to the press after the incident.
Του απαγορεύτηκε να μιλήσει στον τύπο μετά το περιστατικό.
The child was prohibited from watching TV until he finished his homework.
Το παιδί απαγορεύτηκε να παρακολουθεί τηλεόραση μέχρι να τελειώσει την εργασία του.
Λεξικό Δέντρο
prohibited
prohibit



























