Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
proscribed
01
απαγορευμένος, απαγορέυεται
not allowed due to legal, ethical, or institutional restrictions
Παραδείγματα
The use of certain chemicals is proscribed by environmental regulations.
Η χρήση ορισμένων χημικών ουσιών απαγορεύεται από τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς.
The proscribed behavior was outlined in the company's code of conduct.
Η απαγορευμένη συμπεριφορά περιγράφηκε στον κώδικα δεοντολογίας της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
proscribed
proscribe



























