Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
verboten
01
απαγορευμένος, απαγορευθεί
forbidden or prohibited, especially by authority or law
Παραδείγματα
Smoking in the office is verboten according to company policy.
Το κάπνισμα στο γραφείο είναι απαγορευμένο σύμφωνα με την πολιτική της εταιρείας.
The verboten topics were strictly avoided during the meeting.
Τα απαγορευμένα θέματα αποφεύχθηκαν αυστηρά κατά τη διάρκεια της συνάντησης.



























