Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prosaic
01
πεζός, κοινότοπος
lacking excitement or imagination
Παραδείγματα
Their conversation remained prosaic, lacking any creative or stimulating topics.
Η συζήτησή τους παρέμεινε προσαϊκή, χωρίς δημιουργικά ή διεγερτικά θέματα.
The prosaic details of the report were hardly engaging.
Οι προσαϊκές λεπτομέρειες της αναφοράς δεν ήταν σχεδόν καθόλου ελκυστικές.
Λεξικό Δέντρο
prosaicness
prosaic



























