Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Propriety
01
ευπρέπεια, κοινωνική δεοντολογία
the way of behaving that is considered to be morally and socially correct and acceptable
Παραδείγματα
She was known for her propriety at social gatherings.
Ήταν γνωστή για την ευπρέπειά της στις κοινωνικές συγκεντρώσεις.
She acted with propriety even in difficult situations.
Ενεργούσε με ευπρέπεια ακόμα και σε δύσκολες καταστάσεις.
Λεξικό Δέντρο
impropriety
propriety



























