prohibitory
pro
proʊ
πρου
hi
ˈhɪ
χι
bi
μπα
to
ˌtɔ
το
ry
ri
ρι
British pronunciation
/pɹəhˈɪbɪtəɹˌi/

Ορισμός και σημασία του "prohibitory"στα αγγλικά

prohibitory
01

απαγορευτικός, αποτρεπτικός

(of a cost or price) so high that discourages purchasing or doing something
prohibitory definition and meaning
example
Παραδείγματα
The prohibitory cost of healthcare often discourages people from seeking necessary treatments.
Το απαγορευτικό κόστος της υγειονομικής περίθαλψης συχνά αποθαρρύνει τους ανθρώπους από την αναζήτηση απαραίτητων θεραπειών.
The prohibitory cost of living in the city led many people to move to more affordable areas.
Το απαγορευτικό κόστος διαβίωσης στην πόλη οδήγησε πολλούς ανθρώπους να μετακομίσουν σε πιο οικονομικές περιοχές.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store