Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prohibitory
01
απαγορευτικός, αποτρεπτικός
(of a cost or price) so high that discourages purchasing or doing something
Παραδείγματα
The prohibitory cost of healthcare often discourages people from seeking necessary treatments.
Το απαγορευτικό κόστος της υγειονομικής περίθαλψης συχνά αποθαρρύνει τους ανθρώπους από την αναζήτηση απαραίτητων θεραπειών.
The prohibitory cost of living in the city led many people to move to more affordable areas.
Το απαγορευτικό κόστος διαβίωσης στην πόλη οδήγησε πολλούς ανθρώπους να μετακομίσουν σε πιο οικονομικές περιοχές.
Λεξικό Δέντρο
prohibitory
prohibit



























