Prohibitory
volume
British pronunciation/pɹəhˈɪbɪtəɹˌi/
American pronunciation/pɹoʊˈhɪbəˌtɔɹi/

Ορισμός και Σημασία του "prohibitory"

prohibitory
01

tending to discourage (especially of prices)

prohibitory definition and meaning

prohibitory

adj

prohibit

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store