Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prohibitively
01
απαγορευτικά, με τρόπο που εμποδίζει
in a way that forbids or effectively prevents something
Παραδείγματα
The terrain was prohibitively steep for most vehicles to pass.
Το έδαφος ήταν απαγορευτικά απότομο για να περάσουν τα περισσότερα οχήματα.
Some content is prohibitively restricted under national security laws.
Ορισμένο περιεχόμενο περιορίζεται απαγορευτικά σύμφωνα με τους νόμους εθνικής ασφάλειας.
1.1
απαγορευτικά, με απαγορευτικό κόστος
at a cost or price so high that it discourages purchase, use, or access
Παραδείγματα
The medication is prohibitively expensive without insurance.
Το φάρμακο είναι απαγορευτικά ακριβό χωρίς ασφάλεια.
Housing in that area is prohibitively priced for most families.
Η στέγαση σε αυτήν την περιοχή είναι απαγορευτικά ακριβή για τις περισσότερες οικογένειες.
Λεξικό Δέντρο
prohibitively
prohibitive
prohibit



























