Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prior
01
προηγούμενος, προγενέστερος
happening or existing before something else
Παραδείγματα
They discussed the prior agreements before finalizing the contract.
Συζήτησαν τις προηγούμενες συμφωνίες πριν ολοκληρώσουν τη σύμβαση.
He had a prior engagement and could n't attend the meeting.
Είχε μια προηγούμενη δέσμευση και δεν μπορούσε να παραστεί στη συνάντηση.
Παραδείγματα
In prior years, the festival was much smaller, but it has grown significantly.
Στα προηγούμενα χρόνια, το φεστιβάλ ήταν πολύ μικρότερο, αλλά έχει αναπτυχθεί σημαντικά.
The team reviewed the prior year's performance to identify areas for improvement.
Η ομάδα εξέτασε την απόδοση του προηγούμενου έτους για να εντοπίσει περιοχές βελτίωσης.
03
προηγούμενος, προτεραίος
more important or urgent than something else, often due to being first in time or order
Παραδείγματα
They have a prior claim to the property, as their agreement was signed before anyone else ’s.
Έχουν προηγούμενη αξίωση στην ιδιοκτησία, καθώς η συμφωνία τους υπογράφηκε πριν από οποιαδήποτε άλλη.
Her prior rights to the land must be considered before any new development can take place.
Τα προηγούμενα δικαιώματά της στη γη πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν από οποιαδήποτε νέα ανάπτυξη.
Prior
01
προηγούμενος, ανώτερος
the head or leader of a religious order or community
Παραδείγματα
The prior was responsible for managing the day-to-day affairs of the abbey, just below the authority of the abbot.
Ο προηγούμενος ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων της μονής, ακριβώς κάτω από την εξουσία του ηγούμενου.
After the abbot retired, the prior temporarily took over leadership of the monastery.
Μετά την αποχώρηση του ηγούμενου, ο προηγούμενος ανέλαβε προσωρινά την ηγεσία της μονής.
1.1
προηγούμενος, υποπροηγούμενος
the second-in-command in a monastery, ranking just below the abbot
Παραδείγματα
The prior oversaw daily operations of the monastery while the abbot focused on spiritual leadership.
Ο προηγούμενος επιβλέπει τις καθημερινές λειτουργίες του μοναστηριού ενώ ο ηγούμενος επικεντρώθηκε στην πνευματική ηγεσία.
After the abbot fell ill, the prior took on more administrative duties within the monastery.
Αφού ο ηγούμενος αρρώστησε, ο προηγούμενος ανέλαβε περισσότερες διοικητικές ευθύνες εντός της μονής.
02
προηγούμενα ποινικά μητρώα
a previous arrest or conviction for a crime, indicating a history of legal offenses on someone's criminal record
Dialect
American
Παραδείγματα
The judge took into account his priors when determining the sentence for the recent crime.
Ο δικαστής έλαβε υπόψη τα προηγούμενα του κατά τον καθορισμό της ποινής για το πρόσφατο έγκλημα.
Because of his priors, he faced harsher penalties than a first-time offender would.
Λόγω των προηγούμενων καταδίκων του, αντιμετώπισε σκληρότερες ποινές από έναν πρωτοεμφανή παραβάτη.
Λεξικό Δέντρο
priorly
prior



























