Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to prioritize
01
προτεραιοποιώ, δίνω προτεραιότητα
to give a higher level of importance or urgency to a particular task, goal, or objective compared to others
Transitive: to prioritize a task or goal
Παραδείγματα
She prioritized completing her assignments before socializing with friends.
Προτεραιότητα έδωσε στην ολοκλήρωση των εργασιών της πριν από την κοινωνική επαφή με φίλους.
The team prioritized safety measures above all else during the project.
Η ομάδα προτεραιοποίησε τα μέτρα ασφαλείας πάνω από όλα κατά τη διάρκεια του έργου.
Λεξικό Δέντρο
prioritize
priority
prior



























