priorly
prior
ˈpraɪər
πραιαρ
ly
li
λι
British pronunciation
/pɹˈaɪəli/

Ορισμός και σημασία του "priorly"στα αγγλικά

01

προηγουμένως, νωρίτερα

at an earlier time or point
Old useOld use
example
Παραδείγματα
The information was discussed priorly in the morning meeting.
Οι πληροφορίες συζητήθηκαν προηγουμένως στο πρωινό συμβούλιο.
The project 's deadline had been established priorly to ensure timely completion.
Η προθεσμία του έργου είχε καθοριστεί προηγουμένως για να διασφαλιστεί η έγκαιρη ολοκλήρωση.

Λεξικό Δέντρο

priorly
prior
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store