Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mightily
01
ισχυρά, με μεγάλη δύναμη
with great power, force, or intensity
Παραδείγματα
He pushed the stuck door mightily until it finally gave way.
Έσπρωξε δυνατά την κολλημένη πόρτα μέχρι που τελικά υποχώρησε.
The soldiers fought mightily to defend the fort.
Οι στρατιώτες πολέμησαν ισχυρά για να υπερασπιστούν το φρούριο.
02
ισχυρά, σημαντικά
to a great degree or in a very significant way
Παραδείγματα
This policy mightily affects the lives of rural workers.
Αυτή η πολιτική επηρεάζει ισχυρά τις ζωές των αγροτικών εργαζομένων.
That decision mightily shaped the course of his career.
Αυτή η απόφαση σημαντικά διαμόρφωσε την πορεία της καριέρας του.
Λεξικό Δέντρο
mightily
mighty
might



























