mightily
migh
ˈmaɪ
μαι
ti
τα
ly
li
λι
British pronunciation
/mˈa‍ɪtɪli/

Ορισμός και σημασία του "mightily"στα αγγλικά

01

ισχυρά, με μεγάλη δύναμη

with great power, force, or intensity
mightily definition and meaning
example
Παραδείγματα
He pushed the stuck door mightily until it finally gave way.
Έσπρωξε δυνατά την κολλημένη πόρτα μέχρι που τελικά υποχώρησε.
The soldiers fought mightily to defend the fort.
Οι στρατιώτες πολέμησαν ισχυρά για να υπερασπιστούν το φρούριο.
02

ισχυρά, σημαντικά

to a great degree or in a very significant way
example
Παραδείγματα
This policy mightily affects the lives of rural workers.
Αυτή η πολιτική επηρεάζει ισχυρά τις ζωές των αγροτικών εργαζομένων.
That decision mightily shaped the course of his career.
Αυτή η απόφαση σημαντικά διαμόρφωσε την πορεία της καριέρας του.

Λεξικό Δέντρο

mightily
mighty
might
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store