Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
kindly
Παραδείγματα
He kindly offered his seat to the elderly woman.
Αυτός ευγενικά πρόσφερε τη θέση του στην ηλικιωμένη γυναίκα.
They kindly forgave me for being late.
Μου ευγενικά συγχώρεσαν που άργησα.
1.1
ευνοϊκά, με εγκριτική διάθεση
in a favorable or approving way
Παραδείγματα
The critics did not review the film kindly.
Οι κριτικοί δεν κριτικάραν την ταινία καλοσυνάτα.
He did n't take it kindly when I pointed out the error.
Δεν το πήρε καλοσυνάτα όταν επισήμανα το λάθος.
1.2
ευγενικά, καλοσυνάτα
in a polite, gracious, or courteous manner
Παραδείγματα
She kindly welcomed us into her home.
Μας καλωσόρισε στο σπίτι της.
The host kindly introduced each guest.
Ο οικοδεσπότης ευγενικά παρουσίασε κάθε επισκέπτη.
Παραδείγματα
Would you kindly close the door behind you?
Θα μπορούσατε ευγενικά να κλείσετε την πόρτα πίσω σας ;
Kindly refrain from using your phone during the performance.
Παρακαλούμε να απέχετε από τη χρήση του τηλεφώνου σας κατά τη διάρκεια της παράστασης.
kindly
01
καλός, ευγενικός
having a sympathetic, gentle, or generous nature
Παραδείγματα
The kindly nurse stayed late to comfort the child.
Η ευγενική νοσοκόμα έμεινε αργά για να παρηγορήσει το παιδί.
He gave her a kindly smile as she entered the room.
Της έδωσε ένα ευγενικό χαμόγελο όταν μπήκε στο δωμάτιο.
Παραδείγματα
They moved to a region with a kindly winter.
Μετακόμισαν σε μια περιοχή με ήπιο χειμώνα.
The mountain air had a kindly effect on his lungs.
Ο αέρας του βουνού είχε μια ευεργετική επίδραση στους πνεύμονές του.
Λεξικό Δέντρο
unkindly
kindly
kind



























