Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
delightfully
01
ευχάριστα, γοητευτικά
in a manner that brings great pleasure, enjoyment, or satisfaction
Παραδείγματα
The garden was delightfully adorned with vibrant flowers and fragrant herbs.
Ο κήπος ήταν ευχάριστα διακοσμημένος με ζωηρά λουλούδια και αρωματικά βότανα.
The aroma of freshly baked cookies filled the kitchen, smelling delightfully sweet.
Το άρωμα των φρεσκοψημένων μπισκότων γέμισε την κουζίνα, μυρίζοντας ευχάριστα γλυκό.
Λεξικό Δέντρο
delightfully
delightful
delight



























