Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Delightfulness
01
απολαυστικότητα, γοητεία
the quality of being charming, pleasing, or capable of bringing joy and happiness
Λεξικό Δέντρο
delightfulness
delightful
delight
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απολαυστικότητα, γοητεία
Λεξικό Δέντρο